-
1 взыскание
1. (наказание, выговор) η ποινή 2. (требование уплаты от кого-л.) η χρέωσ/η, η επιβάρυνση, η είσπραξη, οι κυρώσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взыскание
-
2 взимание
взиманиес (налогов, штрафов) ἡ είσπραξη [-ις]:\взимание налогов ἡ είσπραξη τών φόρων. -
3 сбор
-а (-у) α.1. μάζεμα, συγκομιδή•сбор хлопка, μάζεμα του βαμπακιού•
сбор винограда ο τρύγος, το τρύγημα•
сбор лекарстенных трав μάζεμα φαρμακευτικών χόρτων (βοτάνων).
2. συγκέντρωση• είσπραξη•сбор налогов είσπραξη φόρων.
|| σύναξη, συγκέντρωση• συνάθροιση•сбор на демонстрацию συγκέντρωση για τη διαδήλωση.
|| προσκλητήριο•сбор трубачи играют сбор οι σαλπιγκτές σημαίνουν προσκλητήριο.
3. πλθ. -ы (προ)ετοιμασίες (για αναχώρηση ταξίδι, δρόμο κ.τ.τ.).εκφρ.в -е – συγκεντρωμένοι, παρόντες. -
4 недобор
-а α.ελλειπής συγκέντρωση, είσπραξη, πάρσιμο, εισδοχή ή πρόσληψη•недобор налогов η μη πλήρης είσπραξη των φόρων•
сту-днтов ελλειπής πρόσληψη φοιτητών•
покрыть недобор καλύπτω την ελλεώή είσπραξη.